
Δαίμονες αρσενικοί και θηλυκοί, καλοπροαίρετοι και κακοπροαίρετοι στοίχειωναν τα πελάγη και τις ανοιχτές θάλασσες, τους κόλπους και τα λιμάνια. Oλοι τους είχαν την ικανότητα να προβλέπουν τον καιρό και να μαντεύουν το μέλλον, τη μαγική δύναμη να μεταμορφώνονται σε ζώα, φυτά ή φυσικά στοιχεία, όπως ο αέρας, το νερό, η φωτιά. Επειδή διέθεταν αυτές τις δυνάμεις και γνώριζαν τον σκοτεινό βυθό της θάλασσας και τα μυστικά του, προξενούσαν δέος στους ναυτικούς, οι οποίοι επιζητούσαν τη βοήθειά τους στα ποντοπόρα ταξίδια τους. Η μυθοπλαστική φαντασία προσπάθησε να αιτιολογήσει την παρουσία όλων αυτών των δαιμόνων στη θάλασσα. Eτσι, για μερικούς από αυτούς διηγούνταν ιστορίες ότι κάποτε ήταν άνθρωποι που ζούσαν στη στεριά, ώσπου βίαιο τέλος τούς έριξε στη θάλασσα, όπου οι θεοί τούς δέχθηκαν και τους έκαναν αθάνατους.
Πρωτέας, Tρίτων, Γλαύκος

Eνας δαίμονας μιξογενής, μισός άνθρωπος, μισός ψάρι, μέλος απαραίτητο του θαλάσσιου θιάσου, ήταν ο Τρίτων. Σε ορισμένους τόπους, όπως στην Τανάγρα και στη Ρώμη, φύλαγαν μέσα σε ναούς το νεκρό του σώμα, μάλλον κάποιο θαλάσσιο κήτος ταριχευμένο, πράγμα που παραπέμπει σε μια παλαιότερη και άγνωστη εποχή, όταν ακόμη ο Τρίτων ήταν ένα φοβερό στοιχειό της θάλασσας. Αργότερα μεταμορφώθηκε σε παιχνιδιάρη συνοδό του πατέρα του Ποσειδώνα ή του Ωκεανού και των Νηρηίδων, των Ερώτων και της Αφροδίτης, κρατώντας πηδάλιο, άγκυρα και κυρίως την κόγχη, ένα μακρύ κοχύλι, που φυσώντας το έβγαζε ήχους τρομακτικούς για να εκφοβίσει και να τρέψει σε φυγή τους αντιπάλους του, ή ήχους γλυκούς για να κατευνάσει την αγριεμένη θάλασσα.
Ο Τρίτων συνδέθηκε και με τους Αργοναύτες, όταν τους βοήθησε να βρουν τον δρόμο του γυρισμού στην πατρίδα από τα τενάγη της Λιβύης, όπου περιπλανιόνταν χαμένοι και ταλαιπωρημένοι. Ο σχετικός μύθος πλάστηκε σκοπίμως, προκειμένου να δοθεί λαμπρότητα στην ιστορία της Θήρας, αφού οι Θηραίοι, ιδρυτές της Κυρήνης, θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των Αργοναυτών.
Eνας άλλος θαλασσινός δαίμονας, με σώμα μισό ανθρώπου και μισό ιχθύος, ήταν ο Γλαύκος. Απλός ψαράς κάποτε, δοκίμασε θαυματουργό βοτάνι για να γίνει αθάνατος, με αποτέλεσμα να πηδήσει στη θάλασσα, να χαθεί στα βάθη της και να μεταμορφωθεί σε δαίμονα. Οι ναυτικοί τον αποκαλούσαν γέροντα της θάλασσας, «άλιο γέροντα», όπως και τον Πρωτέα και τον Νηρέα, γιατί αν και μπόρεσε να κερδίσει την αθανασία, δεν τα κατάφερε να εξασφαλίσει και την αιώνια νιότη. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στις μέρες μας πολλοί όρμοι έμειναν να ονομάζονται «του Γέροντα».
O Γλαύκος ήταν ένα καλοπροαίρετο πνεύμα, που μια φορά τον χρόνο περνούσε από όλα τα νησιά και τα λιμάνια για να μοιράσει την καλοσύνη του παντού. Είχε το χάρισμα της μαντικής, την οποία δίδαξε ακόμη και στον Απόλλωνα. Αν και δεν αναφέρεται από τον Oμηρο και τον Ησίοδο, η ιστορία της μεταμόρφωσής του σε θεό με τη βοήθεια θαυματουργού βοτανιού, η μαντική ικανότητά του και η κατάδυσή του στη θάλασσα αναγάγουν τη μορφή του στην προολυμπιακή θρησκεία και στη μαγεία.
Τρίτων που μεταφέρει νεαρό άνδρα — η ψυχή του νεκρού ή ίσως ο Θησέας. Πήλινο ανάγλυφο της κατηγορίας των «μηλιακών αναγλύφων». Περίπου 470-460 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Κανελλοπούλου («Greece and the Sea», Α. Delivorrias, Aθήνα 1987).
Οι άτυχοι έρωτές του για την Αριάδνη, την όμορφη νύμφη Σκύλλα και τον Μελικέρτη ενέπνευσαν συγγραφείς θεατρικών έργων, αρχής γενομένης από τον Αισχύλο με το σατυρικό του δράμα Γλαύκος Πόντιος. Ωστόσο, αργά, μόλις στους ρωμαϊκούς χρόνους, έδειξαν ενδιαφέρον οι καλλιτέχνες γι' αυτόν, και μάλιστα μόνο για δύο τρία επεισόδια της ιστορίας του, την εμφάνισή του στους Αργοναύτες, τη μεταφορά της Ινούς και του γιου της Μελικέρτη στη ράχη του και ίσως την εξομολόγηση του έρωτά του προς τη Σκύλλα, αν τα λιγοστά ζωγραφικά έργα με το θέμα είναι αυθεντικά.
Σκύλλα και Xάρυβδη

Η πάλη του Νηρέα με τον Ηρακλή. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Νηρέας για να ξεφύγει από τον Hρακλή μεταμορφώθηκε διαδοχικά σε νερό και σε φωτιά. Οι λεπτές γραμμές πίσω από το σύμπλεγμα υποδηλώνουν τη μεταμόρφωση του Νηρέα στο στοιχείο της φωτιάς, ενώ το λιοντάρι και ο πάνθηρας που εμφανίζονται σε συμπλέγματα με τις Νηρηίδες, αριστερά και δεξιά, υπαινίσσονται τις μεταμορφώσεις εκείνων. Μελανόμορφη αττική υδρία της Ομάδας του Λεάγρου. Γύρω στο 500 π.Χ. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη («Ελληνική Μυθολογία», τόμος 4. Eκδοτική Aθηνών, 1986).
Σε αντίθεση με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, που προξενούσαν τον όλεθρο, υπήρχαν και καλοσυνάτα πνεύματα, που παραστέκονταν στους θαλασσινούς και τους γλίτωναν από τους κινδύνους. H Λευκοθέα και ο Παλαίμων ήταν δύο από αυτά. Μάνα και γιος οι δυο τους, προτού γίνουν θαλάσσιοι δαίμονες ονομάζονταν Ινώ και Μελικέρτης. Η Ινώ, δεύτερη γυναίκα του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού, για να αποφύγει τον παράφρονα σύζυγό της, που σκότωσε τον ένα τους γιο, τον Λέαρχο, γκρεμίστηκε από τα βράχια της Μεγαρίδας στη θάλασσα, κρατώντας στην αγκαλιά της τον άλλο της γιο, τον Μελικέρτη. Ο Ποσειδώνας και οι Νηρηίδες τους καλοδέχθηκαν και τους έκαναν αθάνατους. Eνα δελφίνι μετέφερε το νεκρό σώμα του Μελικέρτη στην Ισθμία, όπου το βρήκε ο Σίσυφος, ο βασιλιάς της Κορίνθου, το έθαψε με τιμές και όρισε γιορτές στο όνομά του, τα Iσθμια.
Για την καλοπροαίρετη διάθεση και τις σωτήριες παρεμβάσεις τους, η Λευκοθέα και ο Παλαίμων λατρεύτηκαν στη Βοιωτία, γύρω από τη Μεγαρίδα και την Κορινθία, αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, η μεν ως «Σώτειρα» και «Ελλιμενία», ο δε ως «νεών φύλαξ».
Το όνομα του Μελικέρτη θυμίζει φωνητικά το όνομα του θεού Μελκάρτ των Φοινίκων, μορφή ανάλογη με τον Μολόχ των Χαναναίων, και ίσως υπάρχουν αντιστοιχίες ανάμεσα στη λατρεία του φοινικικού Μελκάρτ και εκείνη του Μελικέρτη-Παλαίμονα στον ελληνικό χώρο. Ο τελευταίος λατρευόταν στην Τένεδο με θυσίες βρεφών· μάλιστα οι γυμνικοί αγώνες αγοριών προς τιμήν του στην Ισθμία -και προς τιμήν της Λευκοθέας στη Μίλητο- ξεκίνησαν ως επιτάφιοι αγώνες για το νεκρό παιδί. Η σύνδεση, εξάλλου, του Mελικέρτη-Παλαίμονα με τους αγώνες των Ισθμίων και κυρίως με την πάλη -κάτι που υπαινίσσεται άλλωστε και το δεύτερο όνομά του- απορρέει από την κοινή ιδιότητα όλων των θαλασσινών δαιμόνων να είναι ακαταμάχητοι στην πάλη.
Nηρέας και Nηρηίδες

Στους μύθους έπαιξε ρόλο κυρίως στον κύκλο του Ηρακλή, ο οποίος πάλεψε μαζί του για να του αποκαλύψει τον δρόμο για τον κήπο των Εσπερίδων. Επίσης, σύμφωνα με μια εκδοχή, ο ήρωας από αυτόν πήρε τη χρυσή φιάλη του Hλιου για να μπορέσει να διασχίσει τον Ωκεανό και να φθάσει στην Ωρύθεια, το νησί του Γηρυόνη. Στις πρωιμότερες απεικονίσεις του ο Νηρέας παλεύει με τον Ηρακλή κατά το ήμισυ ιχθυόμορφος· αργότερα εξανθρωπίζεται σταδιακά πλήρως. Aλλοτε είναι θεατής της πάλης του Ηρακλή με τον Τρίτωνα και άλλοτε μάρτυρας της καταστροφής του σπιτικού του από τον οπλισμένο με τρίαινα Ηρακλή. Κατά τους κλασικούς χρόνους παρουσιάζεται σε σκηνές οικογενειακής ζωής ως μια σεβάσμια μορφή με άσπρα μαλλιά και γένια συνήθως, και με βασιλικό σκήπτρο στο χέρι: παρακολουθεί την πάλη της κόρης του Θέτιδας με τον Πηλέα, την καταδίωξή της από τον Δία, ή την καταδίωξη της Αμφιτρίτης, της άλλης του κόρης, από τον Ποσειδώνα, ενώ οι έντρομες αδελφές τους ζητούν καταφύγιο σ' αυτόν. Ακόμη είναι θεατής της επίσκεψης του Θησέα στο παλάτι του Ποσειδώνα και, μία και μοναδική φορά, της συμμετοχής των θαλάσσιων θεοτήτων στη Γιγαντομαχία. Αυτή η απεικόνισή του στον βωμό του Περγάμου είναι και η οψιμότερή του στην ελληνική τέχνη.
Oλος αυτός ο δαιμονικός θαλάσσιος κόσμος εξακολούθησε να ζει στις συνειδήσεις των Ελλήνων και μετά τα ομηρικά έπη, τα οποία καθιέρωσαν κυρίαρχο της θάλασσας τον εννοσίγαιο (γαιοσείστη) Ποσειδώνα, αφού του έλαχε αυτός ο κλήρος κατά τη μοιρασιά του κόσμου. Γι' αυτό τα ιερά του ιδρύονταν σε σεισμογενείς περιοχές και δέσποζαν δίπλα στη θάλασσα, σε ακρωτήρια, όπως το Σούνιο ή το Ταίναρο, σε θέσεις-κλειδιά για τους ναυτικούς, όπως ο Κορίνθιος ισθμός, ή σε νησιά όπως η Τήνος και η Καλαύρεια. Εκτός όμως από τον Ποσειδώνα και τους θαλάσσιους δαίμονες, μερικοί μόνο από τους οποίους αναφέρθηκαν παραπάνω, πολλοί ακόμη από τους άλλους θεούς και ήρωες έρχονταν αρωγοί στους ναυτικούς, οι Διόσκουροι και οι Κάβειροι, η Αφροδίτη η Εύπλοια, η Ποντία και η Γαληναία, η Iσις η Πελαγία, μια αλυσίδα ονομάτων ώς την Αγία τη Θαλασσινή, την Παναγιά τη Γοργόνα και τον άγιο Νικόλαο των ακρωτηρίων και των μυχών.
ΓΟΡΓΟΝΕΣ

Παιδιά του Πόντου και της Γαίας ήταν ο Νηρέας, ο Θαύμος, η Ευρυβία, ο Φόρκυς και η Κητώ. Ο Φόρκυς και η Κητώ (αδέρφια) "έσμιξαν" και έφεραν στον κόσμο τις τρεις Γραίες, επίσης τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, καθώς και τις τρεις Γοργόνες (Σθενώ, Ευρυάλη και Μέδουσα).
Όλα τα παραπάνω πλάσματα της Ελληνικής μυθολογίας προήλθαν πιθανώς από την πρώτη αντίληψη των μεγάλων γεωφυσικών ανακατατάξεων που συνέβησαν στο γενικότερο ελλαδικό χώρο, πλαισιωμένα άλλοτε με αισθήματα φόβου και άλλοτε ελπίδας, αλλά όμως από αποδεδειγμένη παρατήρηση σε ποιητική έκφραση.
Συγκεκριμένα τα ονόματα των Γοργόνων σημαίνουν τα εξής : Σθενώ = δύναμη, Ευρυάλη = μεγάλο άλμα και Μέδουσα ή Γοργώ = άγριο βλέμμα.
Λέγεται ότι ήταν Κενταύρισσες, τις οποίες μεταμόρφωσε σε απεχθή τέρατα η Αθηνά, εξαιτίας της Μέδουσας. Από τις τρεις μόνο η Γοργώ ήταν θνητή. Συχνά συνδέονται με τις Σειρήνες.
Αντιπροσωπεύουν τα άγρια κύμματα της θάλασσας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου